- επιχορήγημα
- το (AM ἐπιχορήγημα)πρόσθετο χορήγημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιχορήγημα — το, ατος το επιπλέον χορήγημα, πρόσθετη αμοιβή ή παροχή, επίδομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιχορηγήματα — ἐπιχορήγημα an additional supply neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίδομα — το, ατος 1. ό,τι δίνεται επιπλέον, πρόσθετη αμοιβή σε τακτική μισθοδοσία, επιχορήγημα: Καταργούνται τα επιδόματα των υπαλλήλων. 2. έκτακτο χρηματικό βοήθημα: Επίδομα πλημμυροπαθών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)